σφαγιαστής

σφαγιαστής
ο, Ν
μτφ. αυτός που καταστρέφει, που βλάπτει, που αδικεί («σφαγιαστής τής ανθρωπότητας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφαγιάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόντού Άγγ. Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σφαγιαστής — ο 1. σφαγέας. 2. καταστροφέας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θύτης — ο, θηλ. θύτις και θύτρια (Α θύτης και δωρ. τ. θύτας, θηλ. θύτις) [θύω (I)] νεοελλ. 1. μτφ. αυτός που προκαλεί μεγάλη υλική ή ηθική ζημιά, ο ζημιωτής 2. αυτός που προκαλεί την εξόντωση πολλών ατόμων, ο σφαγιαστής, ο εξολοθρευτής νεοελλ. μσν. ο… …   Dictionary of Greek

  • θύτης — ο 1. αυτός που εκτελεί τις θυσίες: Στην αρχαιότητα θύτες ήταν οι ιερείς. 2. αυτός που σκοτώνει, ο σφαγιαστής. 3. αυτός που προκαλεί ζημιά, καταστροφή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”